- επάνωθε(ν)
- (AM ἐπάνωθε[ν]) επίρρ.επάνω, από επάνω, εκ τών άνω («περνά ένα μαύρο σύννεφο, επάνωθέ τους στέκει», Βαλαωρ.)αρχ.1. στην επάνω χώρα, στην πάνω περιοχή, στα μεσόγεια («τῶν γὰρ Μακεδόνων εἰσί... ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν», Θουκ.)2. (για χρόνο) φρ. «oἱ ἐπάνωθεν» — αυτοί που έζησαν παλιότερα, οι προγενέστεροι («εἴ τι περ ἐσθλὸν χαῶν τῶν ἐπάνωθεν», Θεόκρ.)μσν.1. πιο ψηλά, πιο πάνω2. μτφ. επικεφαλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < επάνω + επίθημα -θεν, δηλωτικό τής από τόπου κινήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.